χαψί

χαψί
το, Ν
βλ. χαμψί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαψί — χαψί, το και χαμψί, το (λ. τουρκ.) το ψάρι γαύρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • камса — хамса–мелкая рыбка из породы сельдей, Engraulis , азовск., донск. (Миртов, Кузнецов), также камся, капся, южн. (Даль). Того же происхождения, что и нов. греч. χαψί – то же (Гофман–Иордан 244), χαμσί Atherina hepsetus , объясняемое из тур. χаmsу,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • хамза — местный анчоус, рыбка Engraulis encrasicholus , крымск. (Даль), хамса вид снетка , кубанск. (РФВ 68, 405), также капся рыбка, похожая на кильку (Даль). Из нов. греч. χαψί Engraulis Encrasicholus (Гофман – Иордан 244); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 79.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αντσούγα — κ. για, η η σαρδέλα, το χαψί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. *apya (αντί του… …   Dictionary of Greek

  • γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • εγγραυλίς — ἐγγραυλίς, η (AM) ονομασία τού ψαριού χαψί …   Dictionary of Greek

  • εγκρασίχολος — ἐγκρασίχολος, ο (Α) η εγγραυλίς, το χαψί …   Dictionary of Greek

  • χαμψί — και χαψί, το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γάβρου 2. (ιδιωμ. στην Ποντιακή) κάθε μικρό ψάρι, ιδίως τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamsi] …   Dictionary of Greek

  • αντζούγα — Ψάρι της οικογένειας των εγγραυλιδών, που ονομάζεται επίσης αντσούγα ή γάβρος και χαψί. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολος. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 20 εκ. Έχει σώμα λεπτό και μακρύ, με χρώμα πρασινογάλαζο στη ράχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”